Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Θέλει κανείς και δεν θέλει


Το δίχως άλλο θέλει, μα μπορεί;


Έτσι, για παράδειγμα, θα ήταν μάταιο σφάλμα να πούμε ότι η διάταξη για την κατανομή των θέσεων στην Επιτροπή ή για την κατανομή των ψήφων θα μπορούσε να υιοθετηθεί χωριστά. Πίσω του κρύβονται οι ελπίδες, οι χαρές και τα όνειρα πεντακοσίων ανθρώπων, που κανονικά θα είχαν λίγο ακόμη χρόνο στον μάταιο τούτο κόσμο. Υπερασπιζόμαστε έναν μάταιο σκοπό. Χαρακτηριστικό της είναι η εναγώνια προσπάθεια εκνίκησης του φόβου για τον θάνατο και η πυρετώδης αναζήτηση της αρετής, μιας αρετής που «αν (την) γνωρίζεις είναι περιττό να ρωτάς, αν δεν γνωρίζεις, είναι μάταιο». Αλλά ήτανε πια μάταιο, γιατί απάντηση απ’ τους θεούς τους στα μαντεία τους δεν είχαν, και τους θεωρήσανε πια βουβούς ή πεθαμένους».

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Σε μισώ... λεπτό



Θα σου φουσκώσω ένα μπαλόνι κόκκινο
θα το γεμίσω μ’ αίμα ζωντανό
και κάποιο μαύρο βράδυ ολοσκότεινο
μ’ αερόστατο θα πας στον ουρανό.

Και κάποιο μαύρο βράδυ ολοσκότεινο
μ’ αερόστατο θα πας ψηλά στον ουρανό.

Εκεί θα βρεις μικρά πουλιά φανταχτερά
με άγρια ράμφη γυάλινα φτερά
Θα σου τρυπήσουν το μυαλό και την καρδιά
να γεμίσει η νύχτα αίμα και φωτιά.

Θα σου τρυπήσουν το μυαλό και την καρδιά
να γεμίσει η νύχτα αίμα και φωτιά.

Σε βλέπω στα όνειρά μου κι αντιστέκομαι
σε βλέπω ζωντανή και σ’ αγαπώ
γυμνός μπροστά στις απειλές σου στέκομαι
μα πρέπει κάποτε να σου το πω:

Αυτό το κόκκινο μικρό αερόστατο
είναι παλιά πληγή που αιμορραγεί.

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Με το καρναβάλι του μοντερνισμού μας κόντρα στην μεταμοντέρνα σαπίλα

Και φτάνει η Τσικνοπέμπτη κι ενώ έχω από μέρες αποφασίσει να ντυθώ το alter ego μου, (Κώστας Ρούκουνας), χωρίς δηλαδή  να χρειαστεί να αλλάξω σύσσωμη ταυτότητα γιατί οι μεγάλες αλλαγές εμένα με φοβίζουν, ένας ξαφνικό καυγαδάκι, μια μεσοβδομαδιάτικη ρούχλα, ένας πανικός για το δρώμενο με στέλνουν ξανά πίσω στο κρεββάτι, δεκάτη τη βραδινή, θέλοντας να κρατίσω μούτρα, μην έχοντας πολύ όρεξη τελικά τελικά για σημαιοστολισμούς και κορώνες, κύμβαλα αλαλάζοντα και περίεργες πίπιζες . Εκείνο το διάστημα μεταξύ 22:00- 22:30 ήταν το αναγκαίο διάστημα που χρειάστηκε να αναστοχαστώ τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να κινηθώ αυτές τις μέρες σε κατάσταση ντελίριου κόντρα στα κρεβάτια της μοναξιάς που επιφέρει η ποστίλα. Κι εκείνη την ώρα, φιλόλογος αφού, μου ρχεται μία σχεδόν μαγική, που όπως αποδείχτηκε καταλυτική για το τριήμερό μου σύνδεση ορισμών. Καρναβάλι- μοντερνισμός! Έτσι γρήγορα- γρήγορα, το καρναβάλι αν και χαρακτηρίζεται παραδοσιακό, δεν είναι όπως το εννοούμε γιατί η παράδοση του καρναβαλιού είναι κατά βάση μία λαική αντίδραση απέναντι στον έναν και μοναδικό συμπονετικό Θεό, είναι μία επικράτηση νέων, συγχρονων αντισυμβατικών και αφηρημένων ηθών, είναι η αντίδραση στον συντηρητισμό του ρεαλισμού. Όπως και ο μοντερνισμός έτσι και στην καρναβαλική παραζάλη, οι καλλιτέχνες αναζητούν την πλήρη καταξίωση,  απορρίπτουν πλήρως τους κανόνες της αστικής κοινωνίας και της ρεαλιστικής τέχνης, επιμένουν στην ελλειπτικότητα. Τέλος ο συνειρμός μου πέρασε στην έννοια του χρόνου, το πρόταγμα της συναίσθησης της στιγμής του μοντερνισμού και η επιτακτικότητα του παρόντος του καρναβαλιού. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλησε το ποτήρι, σηκώθηκα γρήγορα, δεν μεταμφιέστηκα γιατί δεν είχα χρόνο να χάσω την καρναβαλική φιέστα της Κωλέττη. Πέταξα πάνω μου μία κόκκινη μπουά αλλά τροτέζ και χορεύοντας καλαματιανά και κρητικά στη συμβολή Κωλέττη και Μεσολογγίου η διαδικασία της αποπροσωποίησης μέσω της μέθεξης, έγινε πάραυτα και σχεδόν αινιγματικά, τόσο δηλαδή ώστε να μην μπορώ να την συγκρατήσω την επόμενη ημέρα! Τις δύο επόμενες μεταμφιέστηκα κανονικά, στους ρυθμούς πλέον του Μοντέρνου όπως είχε επικρατήσει μέσα μου και καθόλου δεν φοβήθηκα την εναλλαγή ρόλων άσε που νομίζω ότι μου αρέσει. Και τελικά όσοι το διαβάσουν μπορεί να μην βρουν καμία πραγματική αντιστοιχία εγώ όμως βρήκα δικαιολογία άρσης της πραγματικότητάς μου μέσα από αυτήν, έστω τριημέρου. Μπορεί όμως επειδή μου άρεσε, να μεταμφιέζομαι που και που μπροστά στον καθρέφτη μου, και να τρομάξω και τον ψυχαναλυτή μου με κανένα ευφάνταστο μασκάρεμα μία από αυτές τις μέρες...Πόση αμήχανη οργασμική σχεδόν χαρά μπορεί να νιώσει κανείς χορεύοντας αυτόν τον κυκλωτικό ζωναράδικο?

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

«Κάτω Ἀπὸ Τὰ Κάστρα Τῆς Ἐλπίδας» Μ. Λουντέμης



Και θα συμφωνήσω και με τον Καμύ για την ευτυχία του Σισύφου
και θα διαφωνήσω με τον Γκράμσι πως οι κομμουνιστές πρέπει να σκέφτονται απαισιόδοξα και να δρουν αισιόδοξα
και θα παραφράσω και τον Ρεμπώ - όχι τίποτα άλλο, απλά επειδή μπορώ- "Μικρέ μου αγαπημένε, πόσο σε μισώ!"...







Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴ πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!
Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

resolutions και άλλα τέτοια ψυχαναγκαστικά "new age" δράματα..

Οι ευχές δεν έχουν καμία σημασία. Δεν ανταποκρίνονται πουθενά, δηλαδή σε καμία εκπεφρασμένη ανάγκη του άλλου κι επίσης δεν μπορείς να κοιτάξεις το βάθος της ειλικρίνιας του άλλου μέσα από αυτήν, εκτός κι αν τον έχεις δίπλα σου.  Εκεί μόνο μπορείς να απαντήσεις με όλο σου το θάρρος! και όλο σου το σεβασμό "στα μούτρα σου". Εγώ όμως που η μητέρα μου, που δεν την λένε Φύση αλλά έχει ένα από τα χιλιάδες μίζερα χριστιανικά ονόματα και με ενέπνευσε με μεγαλοκαρδία, θα χαρίσω ένα μικρό ποιητικό αποσπασματάκι από την ποιητική συλλογή "Περιθώριο" του Μ. Αναγνωστάκη ως ευχή και κατάρα στο φιλοθεάμον κοινό μου έτσι για να βγάλει τη γλώσσα του πόνηρα στο παρελθόν, να ευνουχίσει τη δειλία του και να κοιτάξει σχεδόν παμπόνηρα το 2014 που μυρίζει αναταραχή και πάθος-(και αν δεν μυρίζει δηλαδή μικρή σημασία έχει). Και όπως λέει και ο φίλος μου ο Σωτήρης, "3- 4 μερούλες χρειάζομαι να πιω και να χαλαρώσω". Για το 14 λοιπόν δεν θα του ευχηθώ τίποτα γιατί δεν θέλω να το κοροιδέψω- αναστοχάζοντας το παραπάνω σόφισμα;- Ότι βρέξει ας κατεβάσει ή όπως λέει και ένας καρντάσης συνοριοφύλακας στο επάγγελμα τενόρος ξεπερασμένων επιτυχιών του 80/90 " για νέες ήττες- για νέες συντριβές". 



«Δέχτηκες τελικά, στο βάθος, κάθε αναθεώρηση, κάθε αλλαγή πορείας, κάθε αποστασία. Δεν είναι πάντα η θέληση λίγη - είναι πολλές φορές ο πόνος μεγάλος. Κρίνεις γνωρίζοντας μόνο ως εκεί που έχεις φτάσει, όχι ως εκεί που θα μπορούσες να φτάσεις αν και αν και αν...


Δεν πιστεύεις πια στα ατσάκιστα ψυχικά ελάσματα. Στο βολταϊκό τόξο λιώνει και το ευγενέστερο μέταλλο. Κριτήριο μοναδικό ειλικρίνειας, βάθους πόνου, συνέπειας στον εαυτό σου και μόνο: τι ωφελήθηκες από την "αλλαγή" ή τι ζημιώθηκες. Όχι τυχαία, συμπτωματικά, από κακό υπολογισμό. Τι περίμενες να ζημιωθείς, τι εν γνώσει σου ζημιώθηκες. Και δε δίστασες.». 






Μανόλης Αναγνωστάκης
«Το Περιθώριο '68 - '69»
Εκδόσεις «Νεφέλη»


υ.γ.
Άκου εκεί θάρρος!

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ομπλομοφισμός... (μτφρ. Μυρτώ Φίτζιου 1ο βραβείο μετάφρασης Παν/μιο Λομονοσοφ)



     Хотя было  уже не рано, но  они успели заехать куда-то по  делам, потом Штольц захватил с собой обедать одного золотопромышленника, потом поехали  к этому  последнему на дачу пить чай, застали большое  общество,  и Обломов из совершенного уединения вдруг очутился в толпе людей. Воротились они домой к поздней ночи.
  

      На другой, на третий день опять, и целая неделя промелькнула незаметно.
       Обломов протестовал, жаловался, спорил, но был увлекаем и  сопутствовал другу своему всюду.
     Однажды,  возвратясь откуда-то поздно,  он особенно восстал против этой суеты.
   
- Целые дни, - ворчал Обломов, надевая халат, - не снимаешь сапог: ноги так  и зудят!  Не нравится мне эта ваша петербургская жизнь! - продолжал он,ложась на диван.
  
    - Какая же тебе нравится? - спросил Штольц.
     - Не такая, как здесь.
     - Что ж здесь именно так не понравилось?
     - Все,  вечная  беготня  взапуски,  вечная  игра  дрянных  страстишек… Где  же  тут  человек?  Где его целость? Куда  он скрылся, как разменялся на всякую мелочь?   
  
    - Это все старое, об этом тысячу раз говорили, -  заметил Штольц. – Нет ли чего поновее? А впрочем, и то хорошо: по крайней мере, рассуждаешь, не спишь. Ну, что еще? Продолжай.
     -  Что продолжать-то?  Ты  посмотри:  ни  на  ком  здесь  нет  свежего, здорового лица...
     - Климат такой, - перебил Штольц. - Вон и у тебя лицо измято, а ты и не бегаешь, все лежишь.
     - Вот  этот желтый господин в очках, -  продолжал Обломов, - пристал ко мне: читал ли я речь какого-то депутата, и глаза вытаращил на  меня, когда я сказал, что не читаю газет.
Рассуждают, соображают вкривь и вкось,  а самим скучно - не  занимает это их; сквозь эти крики виден непробудный сон…
Дела-то своего нет. А  избрать  скромную,  трудовую тропинку и  идти  по  ней…
     -  Где же наша скромная, трудовая тропинка? - спросил Штольц.
     Обломов не отвечал.
     -  Ну,  скажи  мне,  какую  бы ты  начертал  себе  жизнь?  -  продолжал спрашивать Штольц.
     - Я уж начертал.
   
     - Что ж это такое? Расскажи, пожалуйста, как?
     - Как?  - сказал Обломов, перевертываясь на спину и глядя в потолок.  -Да как! Уехал бы в деревню.
     - Что ж тебе мешает?
     - План не кончен. Потом я бы уехал не один, а с женой.
   
     - А!  вот что! Ну, с богом.  Чего ж ты ждешь?  Еще года  три  - четыре, никто за тебя не пойдет...
   

     - Что делать, не судьба! - сказал  Обломов,  вздохнув.  -  Состояние не позволяет!
     - Помилуй, а Обломовка? Триста душ!
   
    - Так что ж? Чем тут жить, с женой?
     - Вдвоем, чем жить!
     - А дети пойдут?
         - Детей воспитаешь, сами достанут; умей направить их так...
   
    - Нет, что  из дворян делать мастеровых! - сухо перебил Обломов.
         -  Ну хорошо; пусть тебе подарили бы еще триста тысяч, что б ты сделал? - спрашивал Штольц с сильно задетым любопытством.
     - Ну,  приехал  бы  я в  новый, покойно устроенный дом. В окрестности жили  бы  добрые соседи, ты,  например...  Да нет, ты  не усидишь  на  одном месте.
     - А ты разве усидел бы всегда? Никуда бы не поехал?
     - Ни за что!   И  без   нас  много;  мало   ли  управляющих,  приказчиков,  купцов, чиновников, праздных путешественников, у которых нет угла? Пусть ездят себе!
   
     - А ты кто же?

     Обломов молчал.
     - К какому же разряду общества причисляешь ты себя?
     - Спроси Захара, - сказал Обломов.
     Штольц буквально исполнил желание Обломова.
     - Захар! - закричал он.
     Пришел Захар, с сонными глазами.
     - Кто это такой лежит? - спросил Штольц.
   
    Захар вдруг  проснулся  и стороной, подозрительно взглянул на  Штольца,потом на Обломова.
     - Как кто? Разве вы не видите?
     - Не вижу, - сказал Штольц.
     - Что за диковина? Это барин, Илья Ильич.
     Он усмехнулся.
     - Хорошо, ступай.
     - Барин! - повторил Штольц и закатился хохотом.
   
     - Ну, джентльмен, - с досадой поправил Обломов.
     - Нет, нет, ты барин! - продолжал с хохотом Штольц.
     - Какая же разница? - сказал Обломов. - Джентльмен - такой же барин.
     -  Джентльмен  есть такой барин,  -  определил Штольц,  -  который  сам надевает чулки и сам же снимает с себя сапоги.
     - Да,  англичанин  сам,  потому  что у  них  не  очень  много  слуг,  а русский...
    -  Продолжай же  дорисовывать  мне  идеал  твоей  жизни.  Ну,  добрые приятели вокруг; что ж дальше? Как бы ты проводил дни свои?
     -  Ну вот,  встал  бы  утром, - начал  Обломов,  подкладывая  руки  под затылок, и по лицу разлилось выражение покоя: он мысленно был уже в деревне. - Погода прекрасная, небо синее-пресинее, ни одного облачка, - говорил он, -одна сторона  дома  в плане обращена у  меня балконом на  восток, к саду, к полям, другая  -  к деревне. В  ожидании,  пока  проснется жена… Я составляю букет  для жены. Потом иду в ванну или в реку купаться, возвращаюсь – балкон уж отворен; жена в блузе, в легком чепчике.Она  ждет  меня. "Чай готов", -  говорит она.  -Какой поцелуй! Какой чай! Какое покойное кресло!
   
     - Да ты поэт, Илья! - перебил Штольц.
  
     - Да, поэт в жизни, потому что жизнь есть поэзия.Потом можно  зайти  в  оранжерею,  -  продолжал Обломов,  сам  упиваясь идеалом нарисованного счастья.
     Он извлекал из воображения готовые, давно уже нарисованные им картины и оттого говорил с одушевлением, не останавливаясь.   
     - Еще два, три приятеля, все  одни  и  те  же лица.  Начнем вчерашний,  неконченый разговор. Все  по душе! Что в глазах, в словах, то и на сердце! …
     - Ты мне рисуешь одно и то же, что бывало у дедов и отцов.
     - Нет, не то, - отозвался Обломов, почти обидевшись, - где же то? Разве у меня жена сидела бы за вареньями да за грибами? Разве  била бы девок по щекам?  Ты слышишь: ноты, книги, рояль, изящная мебель?  Гости расходятся: кто удить, кто с ружьем, а кто так, просто, сидит себе...А? Это не жизнь?

    - И весь век так? - спросил Штольц.
  
     - До седых волос, до гробовой доски. Это жизнь!
     - Нет, это не жизнь!
     - Как не жизнь? Чего тут нет? Ты подумай, что ты не увидал бы ни одного бледного, страдальческого лица, никакой заботы, …А  все разговоры по  душе! …
     - Это не жизнь! - упрямо повторил Штольц.
     - Что ж это, по-твоему?
     - Это... (Штольц задумался и искал, как назвать эту жизнь.) Какая-то...
     обломовщина, - сказал он наконец.
    - О-бло-мовщина!  -  медленно  произнес  Илья  Ильич,  удивляясь  этому странному слову и разбирая его по складам. - Об-ло-мов-щина!
     Он странно и пристально глядел на Штольца.
     - Где же идеал жизни, по-твоему? Что ж не обломовщина? - без увлечения, робко спросил он. - Разве не все добиваются того же, о чем я мечтаю?
     - Не все, и ты сам, лет десять, не того искал в жизни.
   
    - Чего же я искал? - с недоумением спросил Обломов, погружаясь мыслью в прошедшее.
     - Как же, - сказал  он, вдруг вспомнив прошлое, - ведь  мы, Андрей,  сбирались  сначала изъездить вдоль  и  поперек Европу,  исходить  Швейцарию пешком,  обжечь  ноги на Везувии, спуститься  в Геркулан. С ума чуть не сошли! Сколько глупостей!..
     - Глупостей!  - с  упреком  повторил Штольц. -  Не  ты  ли  со  слезами говорил :"Боже мой! Ужели никогда не удастся  взглянуть  на оригиналы  и  онеметь  от   ужаса,  что   ты  стоишь   перед   произведением  Микельанджело, Тициана и попираешь почву  Рима?
      - Да, да, помню! - говорил Обломов, вдумываясь в прошлое. - Ты еще взял меня за  руку  и  сказал:  "Дадим обещание  не  умирать, не  увидавши ничего этого..."
     - Помню, - продолжал  Штольц,  - …когда я сделал план поездки за границу, звал заглянуть в германские университеты, ты вскочил, обнял меня и подал торжественно руку:
     "Я  твой, Андрей,  с тобой всюду"  - это все твои слова. Ты  всегда был немножко актер.  Что  ж, Илья?  Я  два  раза был  за  границей, выучил  Европу  как свое  имение.  А Россия? Я видел Россию вдоль и поперек. Тружусь...
     - Когда-нибудь перестанешь же трудиться, - заметил Обломов.
     - Никогда не перестану. Для чего?
        - Когда удвоишь свои капиталы, - сказал Обломов.
     - Когда учетверю их, и тогда не перестану.
     - Так из чего  же, - заговорил он, помолчав, -  ты бьешься,  если цель твоя не обеспечить себя навсегда и удалиться потом на покой, отдохнуть?
      - Деревенская обломовщина! - сказал Штольц.- Вон ты  выгнал труд из жизни: на что она похожа? Я попробую приподнять тебя, может быть в последний раз. Если ты  и после этого будешь сидеть вот  тут,  то совсем  пропадешь,  станешь  в тягость  даже себе.  Теперь  или  никогда!  -заключил он.
     Обломов  слушал  его, глядя на  него  встревоженными глазами. Друг  как будто подставил ему зеркало, и он испугался, узнав себя.
   
     -  Не брани  меня, Андрей, а лучше  в самом деле  помоги! - начал он со вздохом. -Все знаю, все понимаю, но силы и воли нет. Дай мне своей воли и ума и  веди  меня, куда хочешь. За тобой я, может быть, пойду, а  один  не сдвинусь с места.  Знаешь ли, Андрей, в жизни моей ведь никогда не загоралось никакого, ни спасительного,  ни разрушительного огня? Нет, жизнь моя началась с погасания. Странно, а  это так! С  первой минуты, когда я сознал себя,  я почувствовал, что я уже гасну! Даже  самолюбие  - на  что  оно тратилось? Чтоб  попасть в известный дом? Чтоб князь П* пожал мне руку? А ведь самолюбие - соль жизни! Куда оно ушло? Или я не понял этой  жизни, или она никуда не годится,
   
     - Зачем же  ты не вырвался, не бежал  куда-нибудь, а молча  погибал?  -нетерпеливо спросил Штольц.
      - Куда?
     - Куда? Да хоть с своими мужиками на Волгу: и там больше движения, есть интересы какие-нибудь, цель, труд. Я бы уехал в Сибирь, в Ситху.
     -  Вон  ведь  ты  все какие сильные  средства прописываешь! -  заметил Обломов  уныло.
     Штольц еще был под влиянием этой исповеди и молчал. Потом вздохнул.
  
    - Да, воды много утекло! - сказал он. -  Я не оставлю тебя так, я увезу тебя  отсюда!
     - Да, поедем куда-нибудь отсюда! - вырвалось у Обломова.
     - Завтра  начнем  хлопотать  о  паспорте  за  границу,   потом  станем собираться. Я не отстану - слышишь, Илья?
     - Что это, братец, через  две недели, помилуй,  вдруг так!.. -  говорил Обломов.  -  Дай  хорошенько  обдумать  и  приготовиться. А  квартира,  а  Захар,  а  Обломовка?  Ведь  надо  распорядиться…
      - Обломовщина, обломовщина! - сказал Штольц, смеясь, потом взял свечку, пожелал Обломову покойной ночи и пошел спать. -  Теперь или никогда - помни!- прибавил он, обернувшись к Обломову и затворяя за собой дверь.


Ιβάν Γκοντσάροφ.   Ομπλόμοβ

    Αν και ήδη είχε περάσει η ώρα, πρόφτασαν να παν να κάνουν κάποιες δουλειές , μετά ο Στόλτς κάλεσε έναν μεγαλοεπιχειρηματία με επενδύσεις σε χρυσωρυχεία  να φάνε μαζί βραδινό, μετά πήγανε στο εξοχικό του μεγαλοεπιχειρηματία για τσάι, μαζεύτηκε εκεί όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς, κι ο Αμπλόμοβ βρέθηκε στα καλά καθούμενα από την απόλυτη απομόνωση στην κοσμοσυρροή. Σπίτι τους γύρισαν τα άγρια χαράματα.
     Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια, την τρίτη μέρα φτου ξανά μανά, πέρασε η βδομάδα και χαμπάρι δεν πήρανε.
    Ο Αμπλόμοβ παραπονιόταν, κλαιγόταν, χτυπιόταν αλλά σαν μαγνητισμένος, ακολουθούσε τον φίλο του παντού.
    Μια μέρα γύρισαν από κάπου πολύ αργά, κι ο Αμπλόμοβ κήρυξε επανάσταση: τι ήταν αυτά τα σουρτα φέρτα!
    -Μέρες ολάκερες, γκρίνιαξε ο Αμπλόμοβ φορώντας την ρόμπα του, δεν βγάζεις τις μπότες σου. Τα πόδια δεν σε φαγουρίζουνε; Δεν μου αρέσει εμένα έτσι που ζείτε εσείς οι πρωτευουσιάνοι, συνέχισε ξαπλώνοντας στο ντιβάνι.
    -Και πως σ’ αρέσει να ζεις;
    -Πάντως όχι έτσι όπως ζείτε εδώ.
    -Και τι σε ενοχλεί πια τόσο πολύ εδώ;
     -Τα πάντα, ο αιώνιος ανταγωνισμός σας, το ατέρμονο παιχνίδι των φτηνών παθών.. που είναι ο άνθρωπος μέσα σε όλα αυτά; Που είναι η ακεραιότητά του; Πως χάθηκε, πώς μεταμορφώθηκε σε άθλια μικροπρέπεια;
    -Καλά, πάλι τα ίδια; Εκατό φορές τα είπαμε αυτά, παρατήρησε ο Στολτς. Βρες κάτι καινούριο βρε αδρεφε. Άσε, τουλάχιστο δεν κοιμάσαι, σκέφτεσαι: κάτι είναι κι αυτό! Λοιπόν… τι άλλο σ’ ενοχλεί; Για συνέχισε.
   -Τι εννοείς, να συνεχίσω; Δες: κανενός το πρόσωπο δεν είναι φρέσκο, καλοζωϊσμένο…
    -Το κλίμα φταίει, αντέκρουσε ο Στολτς. Να, κι εσένα άλλαξε η φάτσα σου κι όμως δεν τρέχεις δεξιά αριστερά, όλη την ώρα κοιμάσαι.
    -Αυτός ο κιτρινιάρης κύριος, ο γυαλάκιας, συνέχισε ο Αμπλόμοβ, με πλησίασε και ρωτούσε αν διαβάζω τους λόγους του τάδε βουλευτού και γούρλωσε τα μάτια όταν του είπα πως δεν διαβάζω εφημερίδες.
Σκέφτονται, το αναλύουν από δω, το αναλύουν από κει, κι ωστόσο πλήττουν -  ούτε καν τους αφορά.   Μέσα απ’ αυτές τις φωνές το καταλαβαίνεις, κοιμούνται ύπνο βαθύ…
Δουλειά δεν έχουν. Κι αν διαλέξεις το σεμνό μονοπάτι του μόχθου και το ακολουθήσεις…
    -Και πού είναι τέλος πάντων το δικό μας σεμνό μονοπάτι του μόχθου; ρώτησε ο Στολτς.
    Ο Αμπλόμοβ δεν απάντησε.
    -Εμπρός λοιπόν, πες μου, πώς είχες εσύ κατά νου να ζήσεις τη ζωή σου; Επέμεινε ο Στολτς.
    -Το αποφάσισα ήδη αυτό.
    -Τι έκανε λέει; Για πες μου σε παρακαλώ πολύ, τι αποφάσισες;
    -Τι αποφάσισα; απάντησε ο Αμπλόμοβ στρέφοντας την ράχη του κα ι κοιτώντας το ταβάνι με επιμονή. Ρώτημα θέλει; Θα ‘φευγα στο χωριό.
    -Και ποιος σε εμποδίζει να το κάνεις;
    -Δεν ολοκλήρωσα το σχέδιό μου. Κι έπειτα, δεν θα ‘φευγα μόνος μου, αλλά με τη γυναίκα μου.
    -Α, μάλιστα! Λοιπόν, η πόρτα είναι ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα. Τι περιμένεις; Σε τρία τέσσερα χρόνια καμιά δεν θα θέλει να σ’ ακολουθήσει…
    -Τι να κάνω, δεν είναι της μοίρας μου! αναστέναξε ο Αμπλόμοβ – δεν μου  το επιτρέπει η οικονομική μου κατάσταση!
    -Συγγνώμη, και η Αμπλόμοβκα; Τριακόσιες ψυχές μένουν εκεί!
    -Ε, και; Με τι μέσα θα ζήσουμε εκεί, εγώ και η γυναίκα μου;
    -Τι θέλουν για να ζήσουν δύο άνθρωποι!
    -Δεν θα κάνουμε και παιδιά;
    - Τα παιδιά θα τα διαπαιδαγωγήσεις, θα τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Αρκεί να ξέρεις να τους δείξεις…
    -Καλέ τι μας λες, από ευγενής να γίνω σκαφτιάς! αντέκρουσε ορθά κοφτά ο Αμπλόμοβ.
    -Καλά, καλά… Αν σου δώριζαν κι άλλες τριακόσιες χιλιάδες;, τι θα κανες; Ρώτησε ο Στόλτς  με ξαναμμένη περιέργεια.
        -Χμ… θα πήγαινα να μείνω σε ένα νεόκτιστο, άνετο σπίτι, Κοντά μου θα μένανε τα φιλαράκια μου, για παράδειγμα εσύ… Μα τι λέω, εσύ δεν κάθεσαι στ’ αυγά σου.
    -Ενώ εσύ θα καθόσουν! Πουθενά δεν θα ταξίδευες;
    -Πουθενά! Αρκετός κόσμος υπάρχει ανά την υφήλιο, μπορούν να κάνουν και χωρίς εμάς. Λίγοι είναι οι κυβερνήτες, οι αντιπρόσωποι, οι έμποροι, οι υπάλληλοι, οι τουρίστες,  που τη μια μέρα είναι δω και την άλλη εκεί; Να  παν  αυτοί στου διαόλου τη μάνα, όχι εγώ!
    -Και, καλά, αυτοί είναι αυτό που είναι, κυβερνήτες κτλ. Εσύ, τι δουλειά κάνεις;
    Ο Αμπλόμοβ σώπασε.
    -Σε ποια κοινωνική τάξη κατατάσσεις τον εαυτό σου;
    -Ρώτα τον Ζαχάρ, απάντησε ο Αμπλόμοβ.
Ο Στόλτς εκτέλεσε την επιθυμία του Αμπλόμοβ κατά γράμμα.
    -Ζαχάρ! ούρλιαξε.
    Και ήρθε ο Ζαχάρ με γλαρωμένα μάτια απ’ τη νύστα.
    -Τι δουλειά κάνει ετούτος δω, που αράζει στο ντιβάνι του καλού καιρού; Ρώτησε ο Στόλτς.
    Τινάχτηκε αίφνης απ’ τον ύπνο κι ο Ζαχάρ και λοξοκοίταξε δύσπιστα τον Στολτς κι ύστερα τον Αμπλόμοβ.
    -Τι δουλειά κάνει! Καλά δεν βλέπετε;
    -Όχι, δεν βλέπω, απάντησε ο Στολτς.
    -Είναι ευγενής, ο Ήλια Ήλιτς. Παράξενο σας φαίνεται;
    Χαμογέλασε.
    -Καλώς, μπορείς να πηγαίνεις.
    -Άκου ευγενής! Επανέλαβε ο Στολτς σκάζοντας στα γέλια.
    -Ε, τζέντλεμαν είμαι, διόρθωσε ο Αμπλόμοβ απογοητευμένος.
    -Α, όχι, α όχι είσαι ευγενής! Επέμενε ο Στολτς γελώντας.
    -Και τι διαφέρει; Είπε ο Αμπλόμοβ. Τι τζέντλεμαν τι ευγενής, το ίδιο είναι.
    -Τζέντλεμαν είναι ο ευγενής που βάζει τις κάλτσες του μόνος του και βγάζει τις μπότες του επίσης μόνος του, διευκρίνισε ο Στολτς.
    -Καλά, οι άγγλοι τις  βάζουν και τις βγάζουν μόνοι τους γιατί δεν έχουν και πολλούς υπηρέτες, αλλά οι ρώσοι…
    -Για συνέχισε, περίγραψέ μου ποια είναι για σένα η ιδανική ζωή.  Θα ‘σουν, λοιπόν, με τα φιλαράκια σου. Κι έπειτα; Πώς θα περνούσες τον καιρό σου;
    -Χμ… θα σηκωνόμουν το πρωί – άρχισε ο Αμπλόμοβ  σταυρώνοντας τα χέρια πίσω από τον σβέρκο, και στο πρόσωπό του διαγράφηκε μία έκφραση γαλήνης:  ήδη ο νους του ταξίδευε στο χωριό. –Καλοκαίρι, γαλανός, καταγάλανος ουρανός, χωρίς ούτε ένα συννεφάκι , έλεγε, η μια πλευρά του σπιτιού θα βλέπει (έτσι το χω στο σχέδιο) απ’ το μπαλκόνι στην ανατολή, στον κήπο, στα χωράφια, η άλλη στο χωριό. Περιμένοντας να ξυπνήσει η γυναίκα μου … φτιάχνω γι’ αυτήν ένα μπουκέτο λουλούδια. Μετά πηγαίνω στο μπάνιο ή στο ποτάμι να λουστώ, επιστρέφω – το μπαλκόνι ήδη είναι ανοιχτό – η γυναίκα μου φοράει μακρυά μπλούζα και ένα αραχνοϋφαντο σκουφάκι. Με περιμένει. «Το τσάι είναι έτοιμο»  μου λέει. Γλυκύτατο φιλί! Και τσάι! Κι άνετη πολυθρόνα.
    -Αλήθεια είσαι ποιητής, Ήλια! παρατήρησε ο Στολτς.
    -Ναι, ποιητής στη ζωή, γιατί η ζωή είναι ποίηση. Μετά θα πηγαίναμε ίσως στο θερμοκήπιο, συνέχισε ο Αμπλόμοβ, συνεπαρμένος ο ίδιος από την ιδανική ευτυχία που περιέγραφε.
    Ανασκάλευε στη φαντασία του εικόνες, τις ίδιες που χίλιες φορές ως τώρα του είχε περιγράψει, και μιλούσε γι’ αυτές ασταμάτητα, ενθουσιασμένος.
     -Δυο τρεις ακόμη φίλοι, τα ίδια πάντα πρόσωπα. Αρχίζουμε τη βραδινή, ατέρμονη συζήτηση. Μιλάει η ψυχή! Τα μάτια, τα λόγια, λένε αυτό που έχεις στην καρδιά !...
    -Μου περιγράφεις την ζωή που ζούσαν οι παππούδες μας και οι γονιοί μας.
    -Όχι, όχι δεν σου περιγράφω αυτό, αντέτεινε ο Αμπλόμοβ, σχεδόν θυμωμένος, από πού κι ως πού; Θα ασχολούνταν η γυναίκα μου με τα γλυκά και με τα μανιτάρια; Ή θα χαστούκιζε τις υπηρέτριες; Άκου! Μουσική, βιβλία, το πιάνο, κομψά έπιπλα… Οι επισκέπτες φεύγουν, ο καθένας τραβάει το δρόμο του. Άλλος πάει για ψάρεμα, άλλος παίρνει τα όπλα, άλλος, απλά, κάθεται… Αχ… αυτή δεν είναι ζωή;
    -Κι έτσι θα πάει το πράγμα συνέχεια; - ρώτησε ο Στόλτς.
    -Μέχρι ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου, μέχρι να πεθάνω. Αυτή είναι ζωή!
    -Όχι αυτή δεν είναι ζωή!
    -Τι θα πει, δεν είναι ζωή; Τι θα της έλειπε; Σκέψου ότι δεν θα βλεπες ούτε έναν άνθρωπο χλωμό, βασανισμένο, ούτε έγνοιες ούτε φροντίδες …θα μιλούσε η ψυχή!
    -Αυτή δεν είναι ζωή! Επέμεινε ο Στόλτς.
    -Αλλά, τι είναι, κατά τη γνώμη σου;
    -Αρρώστια είναι! Φίλε μου υποφέρεις από … (ο Στόλτς κοντοστάθηκε για λίγο, προσπαθώντας να βρει τον σωστό χαρακτηρισμό για την ζωή του Αμπλόμοβ) κάτι σαν… χρόνια Αμπλομοβίτιδα! είπε εν τέλει.
    -Αμπλο-μο-βί-τιδα! Απορημένος, ο Ήλια Ίλιτς πρόφερε αργά αργά, συλλαβιστά τη λέξη,: Αμπλο-μο-βί-τιδα!
        Κάρφωσε μ’ ένα μυστήριο, επίμονο βλέμμα τον Στόλτς.
    -Και πώς είναι για σένα η ιδανική ζωή, πότε δεν έχεις αμπλομοβίτιδα; ρώτησε διστακτικά, δίχως ενθουσιασμό. Σάμπως όλοι δεν αποζητούν αυτό που εγώ ονειρεύομαι;
    -Όχι μόνον δεν το αποζητούν όλοι, αλλά κι εσύ ο ίδιος πριν από δέκα χρόνια δεν ζητούσες αυτό από τη ζωή.
    -Και τι ζητούσα; Αμήχανα ρώτησε ο Αμπλόμοβ, και βυθίστηκε με τη σκέψη του στο παρελθόν.
     -Τι θα λεγες, είπε, αναθυμούμενος ξάφνου τα τοτινά, αν ξαναρχίζαμε, Αντρέι, τα ταξίδια μας απ’ άκρη ως άκρη στην Ευρώπη. Να γυρίσουμε την Ελβετία με τα πόδια, να κάψουμε τα πόδια μας στον Βεζούβιο, να κατεβούμε στο Ερκολάνο. Για δέσιμο ήμασταν! Τι τρέλες!
    -Τρέλες! Επανέλαβε επιτιμητικά ο Στόλτς. Εσύ δεν έλεγες, με δάκρυα στα μάτια «Θέε μου πώς γίνεται κανείς ποτέ να μην μπορέσει να θαυμάσει αυτά τα αριστουργήματα, να μην τον κυριεύει δέος που στέκεται μπροστά στα έργα του Μικελάντζελο, του Τιτσιάνο, που πατά τα χώματα της Ρώμης;»
    -Ναι, ναι θυμάμαι, είπε ο Αμπλόμοβ αναπολώντας το παρελθόν. Κι ακόμα μ’ έπιανες από το χέρι και μου ‘λεγες: «ας δώσουμε όρκο να μην πεθάνουμε πριν τα δούμε όλα αυτά…»
    -Θυμάμαι, συνέχισε ο Στόλτς. – Όταν σχεδίαζα να φύγω για ταξίδι στο εξωτερικό, σου πρότεινα να επισκεφθούμε τα γερμανικά πανεπιστήμια, πήδηξες απ’ την χαρά σου, με αγκάλιασες και μου σφιξες με επισημότητα το χέρι.
    -Είμαι μαζί σου Αντρέι, μαζί σου θα μείνω όπου κι αν πας.- Αυτά όλα είναι δικά σου λόγια. Πάντα ήσουν λίγο ηθοποιός. Πού είναι τώρα όλα αυτά ΄Ηλια; Δύο φορές πήγα ταξίδι έξω, έμαθα την Ευρώπη, την παίζω στα δάχτυλά μου. Και την Ρωσία; Την γύρισα απ’ άκρη ως άκρη. Εργάζομαι…
    -Κάποια στιγμή θα σταματήσεις να εργάζεσαι. Παρατήρησε ο Αμπλόμοβ.
    -Ποτέ δεν θα σταματήσω. Για ποιον λόγο  να σταματήσω;
    -Όταν θα διπλασιάσεις το κεφάλαιό σου, θα σταματήσεις, είπε ο Αμπλόμοβ.
    -Κι αν το τετραπλασιάσω πάλι δεν θα σταματήσω.
    -Ο Αμπλόμοβ σώπασε για λίγο κι ύστερα πάλι ξανάρχισε. Τότε γιατί αγωνίζεσαι, αν ο σκοπός σου δεν είναι να εξασφαλίσεις τον εαυτό σου μια για πάντα και μετά να ησυχάσεις, να ξαποστάσεις;
    -Αμπλομοβίτιδα! Η ακαματοσύνη του χωρικού! είπε ο Στόλτς. –Ορίστε, εσύ εξόρισες τον κόπο από την ζωή σου: πώς την κατάντησες; Προσπαθώ να σε ταρακουνήσω,  ίσως για τελευταία φορά. Αν μετά κι από αυτό μείνεις εδώ, χάθηκες για πάντα, θα γίνεις βάρος ακόμη και για τον ίδιο σου τον εαυτό. Ή τώρα ή ποτέ! κατέληξε.
    Ο Αμπλόμοβ τον άκουγε, παρατηρώντας το αναστατωμένο του βλέμμα. Κατά κάποιον τρόπο, ο φίλος του είχε βάλει μπροστά του έναν καθρέφτη, και τρομοκρατήθηκε, αναγνωρίζοντας τον εαυτό του.
    -Μην με μαλώνεις Αντρέι, καλύτερα βοήθησέ με, αναστέναξε. Όλα τα ξέρω, όλα τα καταλαβαίνω,  αλλά δεν έχω τη δύναμη, δεν έχω την θέληση να αντιδράσω. Δώσε μου τη θέλησή σου και την εξυπνάδα σου και οδήγησέ με όπου θέλεις. Εσένα ίσως σε ακολουθήσω, αλλά μόνος μου δεν  θα το κουνήσω από τη θέση μου. Ξέρεις, Αντρέι, στην ζωή μου δεν άναψε ποτέ καμία φλόγα, ούτε για να με σώσει, ούτε για να με καταστρέψει. Όχι, η ζωή μου ξεκίνησε σβησμένη. Παράξενο, αλλά έτσι είναι! Από την πρώτη στιγμή, που κατάλαβα τον εαυτό μου αισθάνθηκα πως είναι μέσα μου όλα σβησμένα! Ακόμη και η αυτοεκτίμηση - πού τηνε ξόδεψα; Να πάω στα σπίτια των ευγενών; Να μου σφίξει το χέρι ο πρίγκιπας Π; Κι ωστόσο η αυτοεκτίμηση είναι ο ήλιος της ζωής! Πού χάθηκε τώρα; Ή δεν την κατάλαβα διόλου αυτήν την ζωή, ή πουθενά δεν μπορείς να την χαρείς.
    -Και γιατί δεν δοκίμασες να ξεφύγεις, να πας κάπου, παρά αφέθηκες αδιαμαρτύρητα να καταστραφείς; Ρώτησε επίμονα ο Στόλτς.
    -Να πάω πού;
    -Πού; Να πας στο Βόλγα με τους μουζίκους σου: εκεί η κίνηση είναι μεγαλύτερη, υπάρχουν συμφέροντα, στόχοι, εργασία. Εγώ θα πήγαινα στην Σιβηρία, στον Σίτχ.
    -Λοιπόν, εσύ μου προτείνεις πολύ δραστικά μέτρα! παρατήρησε θλιμμένα ο Αμπλόμοβ.
Ο Στόλτς βρισκόταν ακόμη κάτω από την επίδραση αυτής της εξομολόγησης και δεν μιλούσε. Έπειτα αναστέναξε.
    -Ναι, κύλησε ο χρόνος σαν το νερό! Είπε. Δεν θα σ’ αφήσω έτσι, θα σε πάρω από δω!
    -Ναι, να φύγουμε από δω! Του ξέφυγε και του Αμπλόμοβ.
    -Αύριο να αρχίσουμε να ασχολούμαστε με τα διαβατήρια, και μετά να ετοιμαστούμε για το ταξίδι. Δεν θα περιμένω ούτε λεπτό, ακούς, Ήλια;
    -Τι πράγματα είναι αυτά φίλε μου, μετά από δύο εβδομάδες, για τ’ όνομα του Θεού, έτσι στα ξαφνικά!.. είπε ο Αμπλόμοβ. Ασε να το σκεφτούμε πρώτα καλά και να ετοιμαστούμε. Τι θα γίνει το διαμέρισμα, ο Ζαχάρ, η Αμπλόμοβκα; Πρέπει να βρούμε κάποιον να την διαχειριστεί…
    -Αχ αυτή η αμπλομοβίτιδα! έκανε ο Στόλτς χαμογελώντας, μετά πήρε το κερί, ευχήθηκε καλή νύχτα στον Αμπόμοβ και πήγε για ύπνο. Ή τώρα ή ποτέ, να το θυμάσαι αυτό! πρόσθεσε, αποτεινόμενος πάλι στον Αμπλόμοβ, κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
 

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Μόνο δεύτερες σκέψεις φίλε, αναγνώστη


Παρτ ουαν

 

Όταν πέφτει το σκοτάδι
Κι όταν είναι συννεφιά
Έρχεται η νοσταλγία
Να μου κάψει την καρδιά
Νοιώθω δίπλα μου πως είσαι
Και μεθάμε με φιλιά
Μα σαν δω πως είμαι μόνος
Ένα δάκρυ μου κυλά
Έτσι μ' όνειρα παρμένος
Με θλιμμένη την καρδιά
Νοσταλγώ τα δυο σου μάτια
Που δε θα ξανάβρω πια 


Παρτ του

Τώρα πια που σιγοσβήνει
η τρελή αγάπη μας εκείνη
κι εφιάλτης έγινες,όμορφο όνειρό μου
πάρε πια το δρόμο σου
κι εγώ το δικό μου

Τίποτε πια δεν μας δένει
και γι' αυτό πριν γίνουμε δυο ξένοι
φίλα με στερνή φορά
κι ύστερα μωρό μου
πάρε εσύ το δρόμο σου
κι εγώ το δικό μου

Ας μην πούμε ούτε συγνώμη
και μπροστά σ' αυτό το σταυροδρόμι
για καλό σου,βέβαια,
και για το καλό μου
πάρε πια το δρόμο σου
κι εγώ το δικό μου


υγ.  Αν μου έλεγε κανείς στα τέλη του καλοκαιριού πως θα συνέβαιναν όλα αυτά πιθανότατα δεν θα του ξαναμιλούσα!