Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

- Αλήθεια, αγάπησες ποτέ για να νοσταλγείς;

Προσπάθησε μ' όση καρδιά σ' απομένει, χάραξε
     τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά
Ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου ακό-
     μα μιαν Άνοιξη˙ δεν είναι μάταιο
Μη θυμηθείς κάποια μέρα κάποιον που έφυγε με
     δυο πληγωμένες παλάμες
Ήμουνα εγώ που σου 'λεγα πάντα: φεύγοντας ήτα-
     νε πια πολύ αργά
Κι είχαμε ακόμα πολλή πίκρα πολλή μνήμη πολ-
     λή νόηση

Κι η αγάπη είναι πάντα όμορφη ακόμα κι όταν δεν 
     ψιθυρίζει παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη
Κι όταν δε μένει παρά σα δυο χαρακιές σ' ένα λευ-
     κό περιθώριο 
Προσπάθησε, πάλεψε ακόμα, ένα τόσο μικρό κι α-
     σήμαντο διάστημα
Σβήσε μια ακατανόητη παρένθεση μην τραυματί-
     ζεις την αμέριμνη ζωή σου.
(Ήταν Οχτώβρης όταν σου χάρισα, έτσι σα μιαν
     αχτίνα γυρισμού, ένα παλιό κλεισμένο τε-
     τράδιο
Και τότες που δε θέλαμε πια να πιστέψουμε πώς 
     μπορούσαν ν' αργούσαν οι ώρες τόσο απελ-
     πισμένα όμοιες
Τόσες φορές έξι μέρες
Σ' ένα μικρό δωμάτιο, σ' ένα γραφείο, σε μια παι-
     δική κλινική ποτισμένη χλωροφόρμιο
Ανακαλύψαμε ξάφνου μια νύχτα πώς λησμονήθη-
     κε μέσα μας τόσον καιρό η νοσταλγία της 
     απουσίας.)


Τώρα προσπάθησε˙ εγώ τελείωσα˙ δεν έχω τίποτ'
     άλλο να σου πω
Είναι μια λέξη κενή για μια στιγμή πλημμυρισμέ-
     νη καλοσύνη
Ξέχασε, ξέχασε πάντα - φτάνει μια στάλα καινού-
     ριας ζωής-
Ένα παλιό κυριακάτικο δειλινό με δυο σπασμένες 
     καρέκλες στο "Καφενείο των Ναυτικών"
Εκείνον π' αγάπησες κάποτε κι ίσως νοστάλγη-
     σες κάποια στιγμή το γυρισμό του. 

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Αίσιο?

Δεν έχω προσπαθήσει ποτέ να γράψω κάτι σε αυτό το Blog. Ίσως έχει να κάνει με το ότι η έμπνευσή μου το τελευταίο διάστημα είναι μηδαμινή- όχι ότι τώρα έχω ιδιαίτερη. Άλλωστε ο επάρατος χρόνος μου την κατέστρεψε. Όμως σήμερα, παρόλη τη δυσωδία που αναβλύζει η σημερινή εικόνα έξω από το μικροαστικό μου παράθυρο, ξύπνησα με ένα απέραντο κέφι και μία οιωνεί μελαχγολία.Κατάλαβα από την αρχή τι ήταν αυτό που με σκούντηξε όπως ο πατέρας μου από την τηλεόραση όταν ήμουν μικρή- και με έβγαλε από τον πρωινό μάταιο λίθαργο. Ανακάλυψα πως ήταν η ελπίδα. Η ελπίδα που πιστεύω ότι θα την αλλάξουμε τη ζωή, η ελπίδα ότι θα παλέψω για να ζήσω καλύτερα, η ελπίδα των ανθρώπων που βρίσκονται στην ίδια μοιρά με μένα, η ελπίδα ότι θα κλείσω τον υπολογιστή, η ελπίδα ότι θα βγω από το σπίτι, η ελπίδα ότι έξω από το πιο μικρό και βρώμικο στενό της Θεσσαλονίκης που ζω κάποια στιγμή θα μυρίζει χρυσάνθεμο, η ελπίδα ότι θα δώ τη ζωή μας να αλλάζει ριζικά και θα ευθυνόμαστε εμείς γι αυτό, η ελπίδα ότι θα σε ξαναδώ όπως τότε. Και πραγματικά, έκλεισα τον υπολογιστή, άνοιξα το παράθυρο και είδα τα μεταναστόπουλα που τελείωσαν το σχολείο να παίζουν μπάλα (αν και δεν μύριζε ακόμα χρυσάνθεμο), βγήκα από το σπίτι και μίλησα με τους συντρόφους που παλεύουμε μαζί και κατάλαβα ότι βήμα- βήμα η πραγματικότητα αλλάζει. Μπορεί ακόμα τώρα που είναι βράδυ τα πράγματα να μην άλλαξαν τόσο ριζικά και ακόμα η επανάσταση να μην περνάει έξω από το κατώφλι μας αλλά είδα ότι κάτι άλλαξε. Μένει να σε δω για να επενεργήσω ριζικά στην πραγματικότητα παίρνοντας δύναμη και απο σενα... Καλό βράδυ!