Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

μετεωρίζομαι, μετεωρίζεσαι, μετεωρίζεται

Περπατάω στη μύτη του νησιού. Και οι δύο θάλασσες μου φαίνονται ρηχές. Τα γόνατά μου λυγίζουν και ξανασηκώνονται από ντροπή. Ο ήλιος εδώ είναι θαμπός και κιτρινιάρης και ο ουρανός ομιχλώδης. Έχω ζαλίσει τον κόσμο με τα καιρικά φαινόμενα- ωστόσο πρώτη φορά καταλαβαίνω την οριστική και καταλυτική επίδραση του καιρού. Ο ήλιος εδώ σε κάνει να κρυώνεις. Η Τουρκία απέναντι μου φαίνεται γιορτινή και τα νησάκια που όλοι καμαρώνουν στα καλοκαιρινά διακοπο-περιοδικά πιο μόναχικά κι από τους βάλτους της λιμνοθάλασσας στο Μεσσολόγγι. Η ζωή περνάει στο φάσμα της ασυνέχειας και το ντελίριο είναι μόνιμη κατάσταση. Ο ύπνος είναι βαρύς. Τα όνειρα ακόμη πιο ρηχά και σάπια και ξυπνάς τόσο ιδρωμένος και μούσκεμα από τα σάλια που κυλάνε στο μαξιλάρι. Η υγρασία τρυπάει πρώτα από όλα το μυαλό και ύστερα τα πόδια και γι αυτό όταν στέκεσαι στην προβλήτα, στη μύτη του νησιού νιώθεις αυτόν τον άσχημο μετεωρισμό που δεν έχει να κάνει με την ανεμελιά της φαντασίας και της ονειροπόλησης αλλά με την κούραση που σου προκαλεί το μεταφυσικά υγρό κλίμα. Όλα μοιάζουν τόσο κουραστικά και αργά. Ξυπνάω, βάζω το ραδιόφωνο να παίζει το τρίτο πρόγραμμα και τη στιγμή που λέω να σηκωθώ από το κρεβάτι μία έντρομη δύναμη με πιέζει προς το στρώμα. Τότε δεν μπορώ να σηκώσω ούτε τα χέρια μου ούτε τα πόδια μου και μένω άδυναμη προς οποιαδήποτε μορφή κίνησης σε στάση παθητικά ανάσκελα. Οι ερωτευμένοι δάσκαλοι του ξενοδοχείου μου θυμίζουν ξανά μικρες μορφές ζωής. Οι δάσκαλοι των 800 ευρώ που πηδιούνται τα πρωινά και το βράδυ στις 8 με 9 γιατί μετά πρέπει να μαγειρέψουν για την επόμενη ημέρα, να σιδερώσουν το πουκαμισάκι μετά τις απειλές του υπουργείου για εργασιακή ευπρέπεια. - Είναι νησί εδώ, μικρή κοινωνία και ο νόμος απαράβατος. Σαν τις μητέρες μας που μας τηλεφωνούν και δεν ξέρουν τι να κάνουν, πως να μας αγγίξουν, να μας πουν ένα τρυφερό λόγο και να μας ηρεμήσουν, λέγοντάς μας πως θα τελειώσει. Μας συμβουλεύουν να ντυνόμαστε καλά, να τρώμε και να διασκεδάζουμε και λίγο. Νιώθω ότι μας λυπούνται. Εκεί γονατίζω. Να φτάνεις 25 χρονών και να σε λυπούνται οι πενηντάρηδες γιατί ξέρουν πως δεν ζεις. Απλά αναμένεις τη μετάθεση. ΜΕΤΑΘΕΣΗ. Κι έπειτα έρχεται έκεινη η απαράδεκτη ώρα που η θάλασσα φουσκώνει κι ενώ έχεις σιχαθεί να ακούς το κύμα να χτυπάει στα βράχια, έχεις σιχαθεί να βλέπεις τη θάλασσα σου μοιάζει τόσο γοητευτική και ελκυστική. Ξανασκέφτεσαι το βάθος. Είναι βαθιά; Μήπως ρηχά; Δυστυχώς δεν μπορείς να προσεγγίσεις το βάθος. Είναι τόσο μπερδεμένα τα νερά από το κύμα και το αντιμάμαλο. Έχουν ένα χρώμα γαλαζοπράσσινο ξεφτισμένο και δεν βλέπεις ποτέ τον ΠΑΤΟ. Αυτή η θάλασσα μου θυμίζει τα μάτια της Άννας, της γνωστής "γκιόσας". Έτσι τα φαντάζομαι όταν το ξαναδιαβάζω. Ξεφτισμένο, αχνό γαλάζιο. Σαν να υπερισχύει το λευκό και η κόρη- το χρώμα του ματιού να βασανίζεται να υπάρξει. Έτσι λοιπόν, αδυνατώντας να προσεγγίσεις τον πάτο, απογοητεύεσαι. Εκεί ξαφνικά θυμάσαι λίγο- λίγο, αδρά θα έλεγα, μάτια. Μάτια φιλικά, μάτια αγαπημένων, μάτια που δεν ανταμώνονται κι ενώ έχεις γυρίσει πλάτη στο ερώτημα, με ένα λίγο μεγαλύτερο βήμα απομακρύνεσαι από την προβλήτα. Τώρα αρχίζεις να επανέρχεσαι. Η μνήμη εδώ είναι μελάνωμα: όσο το αφήνεις στην αλμύρα τόσο ξεφτίζει. Τα μάτια γίνονται πιο πολλά, βγάζουν σώμα, πρόσωπο και κυρίως χέρια. Είναι αυτά που σε πιάνουν τελικά από το μπράτσο και σε ανεβάζουν χωρίς την παραμικρή σκέψη για τα επόμενα πενήντα μέτρα. Φτάνεις στο ξενοδοχείο, ανοίγεις την πόρτα πάντα προς τα έξω, μπαίνεις μέσα και αναρωτιέσαι - Μα είναι δυνατόν; ΕΓΩ; Γιατί; Πως θα μπορούσα; Τότε, κι ενώ ελπίζεις όλο αυτό να ήταν ένας βαθύς- βαθύς μεσημεριάτικος ύπνος κι ένας εφιάλτης απ' τον οποίο έντρομος σε λίγο θα ξυπνήσεις, χάνεις και αυτό το στοίχημα. Κάθεσαι στην καρέκλα και από τότε που μπήκες δειλιάζεις να ρίξεις το βλέμμα σου στη θάλασσα. Μόνο ακούς μονότονα το κύμα. Και είναι αυτό που μοναδικά επιβεβαιώνει όλα τα προηγούμενα. ΚΟΥΡΑΓΙΟ